Donnerstag, Februar 22, 2007

Το κoριτσάκι με το άσπρο φόρεμα (17)

Η Χαρούλα βλέποντας ότι χρειάζεται επιγόντως γιατρό, τηλεφωνεί στο αφεντικό της και τον παρακαλεί να την δηλώσει αμέσως στο ασφαλιστικό. Αυτός τηλεφωνεί αμέσως και η Χαρούλα σε λίγες ώρες βρίσκεται στο ιατρείο της γειτονιάς της.
Διάγνωση: Υπερκόπωση! Άν συνεχίσεις έτσι θα σε μαζεύουν απ'τον δρόμο. Χρειάζεσαι ξεκούραση και φαγητό, της λέει ο γιατρός.Δεν έχεις κανέναν να σε φροντίσει;
Μα γιατρέ μου, εγώ πρέπει να γυρίσω στην δουλειά! Δώσε μου φάρμακα να δυναμώσω λιγάκι
και στο εξής θα προσέχω, τον παρακαλεί η Χαρούλα.
Είσαι πολύ πεισματάρα, της λέει αλλά έχω υποχρέωση να σε προστατέψω απο τον ίδιο σου τον εαυτό.Μια εβδομάδα ελεύθερη ιατρού και θα σε ξαναδώ την επόμενη Δευτέρα!
Δεν μπα να λές εσύ, σκέφτεται η Χαρούλα, εγώ πάνω απο μια μέρα δεν κάθομαι στο κρεββάτι. Με κόπο γύρισε στο σπίτι ξάπλωσε και κοιμήθηκε ώρες ατελείωτες, λές και ο οργανισμός της είχε χρόνια να ξεκουραστεί.Όταν ξύπνησε άρχισε να σκέφτεται πώς θα ξαναπάει στην δουλειά! Αν δεν δώσω το χαρτί του γιατρού στ'αφεντικό μου, μπορώ να δουλέψω και ελπίζω να μην συμβεί τίποτα, γιατί θα μου κόψουν τα πόδια.Αν δεν δουλέψω, δεν έχει χρήματα!Εξάλλου είμαι σίγουρη, δεν θα πάθω τίποτα, αποφάσισε.
Γιατί η Χαρούλα πίστευε και πιστεύει πάντα πώς έχει έναν φύλακα άγγελο που την προστατεύει. Όσο χαμηλά κι αν πέσω,λέει, ποτέ δεν μ'άφήνει να χαθώ. Έστω και την τελευταία στιγμή έρχεται και μου δίνει το χέρι. Οι δυό μας είμαστε δυνατοί, καταφέρνουμε τα πάντα.
Όντως, σηκώνεται, κάνει το δρομολόγιο με τα πόδια και καταφέρνει να δουλέψει μέχρι το μεσημέρι. Για πρώτη φορά αποφασίζει να περάσει το μεσημεριανό της διάλειμμα στήν διπλανή Καφετερία που είναι Ελληνική.Μια και κάνει ζέστη τα τραπέζια είναι γεμάτα και κάθεται στο τραπέζι ενός συναδέλφου του αδερφού της παραγγέλνοντας ενα φραπεδάκι.
Η ατμόσφαιρα ανάμεσα στούς Έλληνες της δίνει μια άλλη αίσθηση.Πατρίδα! Σε λίγο καταφτάνει άλλος ένας, άγνωστος για την Χαρούλα, που στρογγυλοκάθεται και αρχίζουν τα περί ανέμων και υδάτων, όπως συνηθίζουν οι Έλληνες απανταχού της γής. Η Χαρούλα βγάζει την φεμινήστρια στην επιφάνεια κι ο αγνωστος αντί να μιλάει την κοιτάζει λες και θέλει κάτι σημαντικό να καταλάβει. Πριν φύγει η Χαρούλα, ανοίγει επιτέλους το στόμα του και της λέει: Με σένα θα ήθελα να κουβεντιάσω όταν θα είσαι διατεθημένη να μιλήσεις σοβαρά, γιατί πιστεύω πως έχεις να πείς αρκετά σημαντικά πράγματα. Αλήθεια, δεν σου συστήθηκα, με λένε Σάκη!
Η Χαρούλα επιστρέφει στην δουλειά και τις επόμενες μέρες ο Σάκης πάντα παρών να την
παρακολουθεί πίνωντας τον φραπέ του δίπλα στην ελληνική καφετερία.
Και μια μέρα που η Χαρούλα βρίσκεται εκτός κουζίνας κάποιος την αγκαλιάζει απο πίσω.
Πριν προλάβει να δώσει κλωτσιά στον θρασσύτατο ακούει μια φωνή να της λέει: Εσένα θα σε κλέψω μιά μέρα!
Ήταν ο Σακης! Γέλασε με την καρδιά της η Χαρούλα και του απάντησε: Δεν χρειάζεται, έρχομαι και μόνη μου, χωρίς βία.
Τότε αύριο θα πιούμε μαζί τον καφέ μας, το υπόσχεσαι; της λέει χαμογελώντας.
Έτσι και έγινε. Την επομένη και όλες τις επόμενες πίνανε καφέ παρεούλα και κουβεντιάζανε. Του μίλησε για κείνη, για την κόρη της, για τον γάμο της!
Της μίλησε για κείνον, για τα παιδιά του στην Ελλάδα, για τον γάμο του που διαλύθηκε, για την δουλειά του, για το πώς βρέθηκε πριν ένα χρόνο στην Γερμανία.
Την ερωτεύτηκε και το έδειχνε κάθε στιγμή.Είχε μια ταχύτητα που παρέσειρε την Χαρούλα. Δεν ήταν πια μόνη της. Άρχισε να ζεστένεται η καρδιά της. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι!
Αυτή η περίεργη κατάσταση συνεχίστηκε για 20 μέρες περίπου. Η Χαρούλα ξέροντας ότι η δουλειά της ήταν εποχιακή και βάδιζε προς το τέλος άρχισε το ψάξιμο μια και είχε όλα της τα χαρτιά έτοιμα.Μια και έβρεχε πια τακτικά, ήταν πια Σεπτέμβρης,είχε πολλές μέρες κενές και πήγαινε απο την μια αγγελία στην άλλη.Ο Σάκης τότε της προτείνει να μείνουν μαζί. Έτσι κι αλλιώς είμαστε μια στο σπίτι μου και μια στο δικό σου. Γιατι να πληρώνουμε δύο ενοίκια; Θα μοιραζόμαστε τα έξοδα. Έλα να μείνεις σε μένα.
Ποτέ! του λέει η Χαρούλα. Πρώτον γνωριζόμαστε λίγο και δεύτερον χρειάζομαι ασφάλεια. Δεν έχω διάθεση να βρεθώ στον δρόμο. Άν θέλεις, έλα εσύ σε μένα, αλλά να ξέρεις, έγινε κάτι εσύ θα βρεθείς χωρίς δεύτερη κουβέντα στον δρόμο!
Δεν θα γίνει τίποτα Χαρούλα.Εμείς μαζί θα γεράσουμε και μαζί θα πεθάνουμε! της απάντησε.
Παράτησε το σπίτι του, πήρε τα λίγα πράγματά του και μετακόμισε στο σπίτι της Χαρούλας.
Ο μικρός της αδερφός που της είχε δανείσει τα χρήματα για το σπίτι έγινε θηρίο.
Άκου να ζεί με κάποιον που ήταν 5 χρόνια μικρότερός της! Και να κάνει και όνειρα ν'αγοράσει αυτοκίνητο! Άν εσύ αγοράσεις αυτοκίνητο εμείς πρέπει να κυκλοφορούμε με φερράρι! έλεγε η νύφη της ειρωνικά.
Τι στο διάολο, έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να με ειρωνεύετε το πιό κουτό λάχανο του κόσμου; πείσμωσε η Χαρούλα. Θα σου δείξω εγώ τι μπορώ να κάνω!
Πέρνουνε με τον Σάκη δάνειο απ'την τράπεζα, επιστρέφουν αμέσως τα δανικά, και βρίσκει η Χαρούλα δουλειά σαν καθαρίστρια στο αεροδρόμιο. Καθαρίζει αεροπλάνα.
Βρίσκεται για κακή της τύχη με μια ομάδα γυναικών, όλες Τουρκάλες. Μόλις πλησιάζει η ομάδα στο αεροπλάνο η Τουρκάλα υπεύθυνη περιμένει με μια σακκούλα την Χαρούλα κάθε φορά στην σκάλα και της λέει στα ελληνικά: Ισί τουαλιέτα κουζίνια!Είναι η μόνη φορά που της απευθύνουν τον λόγο. Η Χαρούλα σκίβει το κεφάλι και καθαρίζει διεθνή σκατά με την σέσουλα. Επί 8 ώρες απο αεροπλάνο σε αεροπλάνο χωρίς διάλειμμα γιατί λείπει προσωπικό.Επί 9 μέρες συνεχόμενες! Την δεκάτη μέρα η Χαρούλα προσπαθεί να μιλήσει αλλά δεν βγαίνει φωνή, μια και δεν είχε πει παρά μόνο ελάχιστες λέξεις.Ο Σάκης έχει νυχτερινή βάρδια κι έτσι δεν μπορεί να μιλήσει ούτε μ'αυτόν.
Την πιάνει το Ελληνικό της λοιπόν, γίνεται θηρίο και ουρλιάζει: Ε σείς! που βρίσκομαι; Είμαι στην γερμανία ή στην Τουρκία; Να σας πάρει και να σας σηκώσει, όσο κι αν έχω ανάγκη την δουλειά, αυτήν εδώ δεν την θέλω. Πετάει στα μούτρα της τουρκάλας την ταυτότητά της και της λέει: Πήγαινε ίσι τουαλέτα κουζίνια, εγώ φεύγω, πάω στην γερμανία, γιατί εδώ είναι Τουρκία κι εγώ δεν γουστάρω!!
Ένοιωσε ανακούφιση και περήφανη.Πηγαίνοντας για το σπίτι ανακάληψε πώς τραγουδούσε.
Σε λίγες μέρες είχε δουλειά σαν ταμίας σε μια Σπιλοτεκ, όπου υπάρχουν αυτόματα μηχανήματα και χάνουν τα κορόϊδα τα λεφτά τους.
Για καλή της τύχη δουλεύει κι ένας ηλικιωμένος Έλληνας εκεί ο μπαρμπαστέφανος.
Δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπάει!
Τώρα πιά η Χαρούλα έχει καλύτερη δουλειά, καλύτερα λεφτά, τέρμα ο ποδαρόδρομος και τον Σάκη τον βλέπει πιό πολύ μια και δουλεύει μια βδομάδα πρωινή μια απογευματινή.
Έχει 2 μέρες ρεπώ ώστε να μπορεί να ξεκουράζεται και τρώει κάθε μέρα!!!
Δεν το είπα εγώ; λέει μια μέρα στον Σάκη. Ο άγγελός μου, ο Θεός μου, δεν μ'αφήνουν
ποτέ να χαθώ!
Κόσμε, γύρισα απ΄την νύχτα, είμαι πάλι εδώ κι αλλοίμονο σ'όποιον τα βάλει μαζί μου!

Το Τζενάκι μιλάει περισσότερο με την Χαρούλα στο τηλέφωνο κι αυτή ονειρεύεται!Όσο κι αν αργίσει, θα΄ρθει η μέρα που θα είμαστε πάλι όπως πρώτα!




στο επόμενο η συνέχεια!

Mittwoch, Februar 14, 2007

Το κοριτσάκι με το άσπρο φόρεμα ( 16 )

Η ευτυχία όμως δεν κρατάει για πολύ.
Η Χαρούλα χωρίς δουλειά χωρίς χρήματα και η σχέση με την κόρη της ξανά σε ένταση.
Ο καλαματιανός με λεφτά και με δόλο εχει κάνει την μικρή μπαλάκι.
Η Χαρούλα ένα ψυχικό και σωματικό ράκος που προσπαθεί με όση δύναμη της μένει να κρατήσει την κόρη της.
Μια εποχή που είναι επίπονη και για τις δυό. Δεν πιστεύει καμμία στην άλλη και η κάθε μια τους θρηνεί ένα χαμό μια αγάπη που χάθηκε.
Δεν βρίσκουν τον δρόμο να συναντηθούν όσο κι αν το θέλουν!
Γίνονται πάρα πολλά, τόσα πολλά που θα στηγματίσουν για πάντα την ζωή τους.
Μια Τζένη που έχασε μια δυνατή μάνα και βλέπει ένα ράκος που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, ένα τίποτα, και μια Χαρούλα που έχασε τον μοναδικό σκοπό της ζωής της και δεν έχει λόγους να ζεί. Κέρδισες κάθαρμα, όμως κέρδισες καταστρέφοντας το ίδιο σου το παιδί! του είπε μια μέρα.-Καλά να πάθεις, σου είπα πώς θα σε χτυπούσα εκεί που πονάει! γέλασε και της έκλεισε το τηλέφωνο.
Μην έχοντας άλλη επιλογή και πιστεύοντας ότι πρέπει να απαλλάξει την κόρη της απ'την παρουσία της αποφασίζει να ξαναφύγει κι αυτή την φορά για πάντα.
Πριν όμως το κάνει ξαναπροσπαθεί και παρακαλάει την κόρη της να φύγουν μαζί.
Η Τζένη αρνήται να την ακολουθήσει και η Χαρούλα με μια βαλίτσα, χωρίς ψυχή και με λίγα χρήματα που της δίνουν οι γονείς της για το ταξείδι πέρνει το λεωφορείο γιά την φρανκφούρτη. Η τελευταία εικόνα που κρατάει ειναι το πρόσωπο ενός κοριτσιού γεμάτο πόνο και περιφρόνηση. Μιά μάνα που έχασε την κόρη της και μια κόρη που κάποιος την έπισε ότι αυτή η μάνα δεν την αγάπησε ποτέ.
Εν το μεταξύ ο μικρός αδερφός της Χαρούλας μετά τα παρακάλια της μάνας του προτίνει στην Χαρούλα φιλοξενία μέχρι να βρεί δουλειά και σπίτι.
Φτάνει η Χαρούλα στο σπίτι του αδερφού της και για καλή της τύχη βρίσκει αμέσως δουλειά σε μια υπέθρια καφετερία, χωρις χαρτιά, γιατι γι'αυτά χρειάζεται χρόνος, και αρχίζει να δουλεύει. Ετοιμάζει τις παραγγελίες για το γκαρσόνι, πουλάει παγωτό στούς περαστικούς, πλένει σκουπίζει, κουβαλάει κάσσες ατελείωτες απο ποτά ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας σκάλες χωρίς λέξη, απο το πρωί στις 8 μέχρι την νύχτα στις 11.
Η νύφη της σε κάθε ευκαιρία της δίνει να καταλάβει πώς πρέπει να φύγει.
Μιλάει με τον αδερφό της και αυτός της προτίνει να της δανείσει το ποσόν που χρειάζεται ώστε να πληρώσει μεσιτικό γραφείο και να φύγει το συντομότερο δυνατόν.
Σε λίγες μέρες η Χαρούλα βρίσκει μια γκαρσονιέρα αφού πληρώνει 2.500,00 μαρκα αέρα στον μεσίτη, δύο μηνιάτικα εγγύηση και το ενοίκιο του τρέχοντος μήνα ένα σύνολο απο 6.000 μάρκα δηλ. 1.020.000 δρχ. που δανείζεται απο τον αδερφό της με αποπληρωμή σε δύο χρόνια.
Μπαίνει σε ένα σπίτι που διαθέτει ένα ντιβάνι μια ντουλάπα, ενα ψυγείο και ένα ηλεκτρικό μάτι για μαγείρεμα.
Η Χαρούλα δεν έχει σεντόνια, δεν έχει μαξιλάρια, δεν έχει κουζινικά δεν έχει ούτε μια πετσέτα να σκουπίσει το πρόσωπό της.
Στο ταβάνι υπάρχουν μόνο καλώδια απο κάποιο μονόφωτο που υπήρχε απο τον προηγούμενο ενοικιαστή.
Άρα καμμία λάμπα, καθόλου φως μόλις σκοτεινιάζει!
Η Χαρούλα ξυπνάει από τα μαύρα μεσάνυχτα για να πάει στην δουλειά μια και δεν μπορεί να πληρώσει το λεοφωρείο τρώει μόνο ένα λουκάνικο με ψωμάκι την ημέρα που της διαθέτει τζάμπα το αφεντικό της και γυρνάει την νύχτα σ'ενα σκοτεινό σπίτι υποτίθεται για να κοιμηθεί.
Το σάββατο στην πρώτη πληρωμή τρέχει να τηλεφωνήσει στην κόρη της.
Η μικρή κοιμόταν και ξύπνησε από το τηλέφωνο.
Δεν μπορώ τώρα, πάρε αργότερα, της λέει και το κλείνει.
Η Χαρούλα πέρνει τον δρόμο για το σπίτι της και απ΄το κλάμμα δεν βλέπει πια τίποτα.
Ενα μεγάλο γιατί και ένας πόνος αβάσταχτος που θέλει να βγεί ουρλιάζοντας σρην μέση του δρόμου.
Αποφασίζει να διαθέσει ένα μικρό ποσόν και κάθεται να πιεί έναν καφέ ενώ κλαίει ασταμάτητα.
Στην καφετέρια κάνουν την εμφάνισή τους δυό πλανόδιοι κιθαρίστες και ενώ τραγουδάνε βλέπουν την Χαρούλα που κλαίει.
Πληζ ντον κράη, γουάτ κεν αη ντού φορ γιού;
Η Χαρούλα πετάγεται στον δρόμο και βγάζει μια κραυγή.
Τίποτα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια! Εγώ ειμαι ένα πτώμα! Σαρκίο χωρίς ψυχή!
Θεέ μου πάρε με, γιατί δεν με πέρνειςςςς!
Ξανά στο κελί της, κουλουριασμένη στο ντιβάνι και σκεπασμένη με το μπουφάν περιμένει να ξημερώσει και να πάει στην δουλειά.
Σε λίγες μέρες ξανατηλεφωνεί στην κόρη της και αυτή της λέει κλαίγοντας πως έχασε λεφτά της εταιρίας που δουλεύει και πώς πρέπει να βρει να τα δώσει πίσω. Ο καλαματιανός αντί για βοήθεια της γύρισε την πλάτη.
Εγώ μωρό μου, μην κλαίς, εγώ θα πάω στην τράπεζα και θα στα στείλω, πες μου πόσα ειναι;
160.000 δρχ.ήταν η απάντηση.
Κόκκαλο η Χαρούλα!
Και πού να τα βρώ;Πρέπει να τα βρώ όμως.
Πηγαίνει στο αφεντικό της τον παρακαλεί και αυτός της τα δίνει σαν προκαταβολή.
Όλο χαρά τρέχει στην τράπεζα και στέλνει τα λεφτα.
Το πολυ πολυ να κοιμάμαι στα σκοτεινά με το μπουφάν για σκέπασμα άλλο ένα μήνα.
Και τί έγινε! φτάνει να μην κλαίει το μωρό μου, φτάνει να ξέρει ότι εγώ είμαι πάντα εδώ για κείνη!
Μια μικρή σπίθα ελπίδας φάνηκε στον ορίζοντα.
Πρέπει να τα καταφέρω να σταθώ στα πόδια μου και να είμαι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να στιρίξω την κόρη μου γιατί κάτι μου λέει πως τώρα που νομίζει το κάθαρμα ότι με έθεσε εκτός μάχης θα ξεχάσει πάλι ότι είναι μπαμπάς!
Και συνέχισε να δουλεύει ώρες ατέλειωτες, και συνέχισε να κάνει δρομολόγια ατέλειωτα,
και συνέχισε να κλαίει ώρες ατέλειωτες.
Όσπου ένα πρωί ενώ προσπαθεί να σηκωθεί από το κρεββάτι το σώμα της δεν την ακούει πιά.
Πρέπει να σηκωθώ, πρέπει να πάω στην δουλειά! Αν αρρωστήσω τι θα κάνω;
Απελπισμένη η Χαρούλα πιέζει τον εαυτό της να σηκωθεί όμως μάταια γιατί δεν έχει πια ούτε πόδια ούτε χέρια,

Τέσσερα αψυχα άκρα που λές και δεν είναι δικά της.


Και όπως δουλεύει ανασφάλιστη και παράνομη δεν έχει ούτε ιατρική περίθαλψη!
Άρα .......



στο επόμενο η συνέχεια